Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
95 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιο- [áksio] L & [áksjo] D 1st me of cpd adjs (L)
- worthy of, deserving to be:
- αξιοβράβευτος, αξιοδιάβαστος, αξιοεκτίμητος, αξιοθύμητος, αξιομίσητος, αξιοπαρατήρητος, αξιοπόθητος, αξιοπροστάτευτος etc.
- worthy of, deserving to be:
- άξιο [áksio] το, (L)
- that which is worthwhile, valuable item:
- είναι χρέος η μετάδοση κάθε άξιου και αγαθού (Tsatsos) |
- η τέχνη μέσα απ' τη λεπτομερειακή εμφάνιση διαβλέπει τη σταθερή αλληλουχία, το αιώνια ~ και το θείο (Athanasiadis-N)
[fr kath το άξιον, substantiv. n of άξιος]
- that which is worthwhile, valuable item:
- αξιογέλαστος, -η, -ο [aksioyélastos] (L)
- laughable, ludicrous, ridiculous (syn γελοίος):
- με τίποτ' άλλο δεν φανερώνουν οι άνθρωποι το χαρακτήρα τους περισσότερο, όσο μ' εκείνο που βρίσκουν αξιογέλαστο (Papanoutsos) |
- οι απαντήσεις που έδωσαν από τις εφημερίδες οι φροντιστές ήταν αξιογέλαστες (Valetas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αξιογέλαστος, cpd w. γελαστός; cf απεριγέλαστος, καταγέλαστος]
- laughable, ludicrous, ridiculous (syn γελοίος):
- αξιόγραφο [aksióγrafo] το, usu pl αξιόγραφα τα, (L) stock exch
- securities (syn αξίες, χρεόγραφα):
- αγοράζω, πουλάω αξιόγραφα |
- δίκαιο των αξιογράφων securities law
[fr kath (neol) αξιόγραφον, cpd of αξία w. -γραφον based on χρεόγραφον; cf PatrG ἀξιόγραφος 'worth recording']
- securities (syn αξίες, χρεόγραφα):
- αξιοδάκρυτος, -η, -ο [aksioDákritos] (L)
- deplorable, lamentable, pitiable (syn αξιοθρήνητος, αξιολύπητος):
- αξιοδάκρυτο αποτέλεσμα, θύμα |
- χωρίς το παραμύθι ο άνθρωπος θ' απόμενε το πιο αξιοδάκρυτο αγρίμι (Melas, adapted) |
- έργο και ηθοποιοί ήταν αξιοδάκρυτοι (Athanasiadis-N) |
- στη λυπητερή βιτρίνα ήταν παλιά όργανα αξιοδάκρυτα (Venezis) |
- folks. ω έρωτ' αξιοδάκρυτε, γιατί δεν κρένεις ίσια; (Passow)
[fr MG αξιοδάκρυτος]
- deplorable, lamentable, pitiable (syn αξιοθρήνητος, αξιολύπητος):
- αξιοζήλευτος, -η, -ο [aksiozíleftos] (L)
- attracting envy or admiration, enviable, desirable (near-syn αξιοθαύμαστος, ζηλευτός, ant αξιολύπητος 1, αξιοθρήνητος):
- αξιοζήλευτη δεξιοτεχνία, ζωή, θέση, σιγουριά, φήμη |
- αξιοζήλευτες αρετές, ιδιότητες |
- αξιοζήλευτο αξίωμα, επίτευγμα, ηθικό, προνόμιο |
- το βιοτικό επίπεδο στην Kίνα δεν είναι αξιοζήλευτο |
- ο K. Π. έκαμε ένα αξιοζήλευτο ντεμπούτο |
- adv phr με αξιοζήλευτο τρόπο enviably |
- έτσι τελειώνουν οι ευτυχισμένοι, δηλαδή οι πιο αξιοζήλευτοι ήρωες (Kazantz) |
- η μνήμη του τεράστια, αξιοζήλευτη, πάνω σε θέματα όλων των κύκλων του επιστητού (Petsalis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αξιοζήλευτος, cpd w. ζηλευτός (: ζηλεύω); cf postmed (Somavera) αξιοζούλευτος (: ζουλεύω)]
- attracting envy or admiration, enviable, desirable (near-syn αξιοθαύμαστος, ζηλευτός, ant αξιολύπητος 1, αξιοθρήνητος):
- αξιοθαύμαστα [aksioθávmasta] adv (L)
- in a manner causing admiration, admirably, wonderfully (syn θαυμάσια, καταπληκτικά):
- οι θεατρικές στήλες των εφημερίδων είναι ~ ενημερωμένες στα οικογενειακά των ηθοποιών (Palaiologos, adapted) |
- ο άνθρωπος έχει τη δύναμη ν' αναπροσαρμόζει το περιβάλλον προς τις ανάγκες του και μάλιστα ~ (Theodorakop) |
- ο Kαζαντζάκης εκμεταλλεύεται ~ το γεγονός ότι η γλώσσα μας βρίσκεται στο δρόμο της διαμόρφωσης (Chatzinis)
[der of αξιοθαύμαστος; cf kath (neol Koumanoudis) αξιοθαυμάστως]
- in a manner causing admiration, admirably, wonderfully (syn θαυμάσια, καταπληκτικά):
- αξιοθαύμαστο [aksioθávmasto] το, (L)
- that which causes wonder or admiration, wonder:
- είναι και τούτο από τ' αξιοθαύμαστα της ανθρώπινης επιμονής και φιλοπονίας (Panagiotop) |
- το ~ στον Ξενόπουλο είναι ότι κατέχει τα μυστικά της τεχνικής από τα πρώτα έργα του (Chatzinis)
[substantiv. n of αξιοθαύμαστος]
- that which causes wonder or admiration, wonder:
- αξιοθαύμαστος, -η, -ο [aksioθávmastos]
- wonderful, marvellous, superb (syn θαυμάσιος, θαυμαστός):
- ~ αγώνας, ποιητής, τεχνίτης |
- αξιοθαύμαστη αρετή, δεξιότητα, δύναμη, εκφραστικότητα, οξυδέρκεια |
- αξιοθαύμαστη δραστηριότητα, ενότητα, ποικιλία, πράξη, προσπάθεια |
- αξιοθαύμαστο βιβλίο, έργο, μνημονικό, παράδειγμα |
- αξιοθαύμαστα μάτια |
- adv phr με αξιοθαύμαστο τρόπο admirably, wonderfully (syn αξιοθαύμαστα) |
- η νίκη των Eλλήνων ήταν αξιοθαύμαστη |
- ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός υπήρξε ~ |
- η τέχνη του δεν είχε τίποτε το αξιοθαύμαστο |
- για καθεμιά πολιτεία υπάρχει και κάτι ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο (Venizis) |
- ένα κεφάλαιο έχει χειριστεί ο Kαραγάτσης με αξιοθαύμαστη μαεστρία (Chatzinis, adapted) |
- είναι ~ ο όγκος των θεατρικών έργων που άφησε (Karantonis)
[fr postmed (Somavera) αξιοθαύμαστος ← K, AG]
- wonderful, marvellous, superb (syn θαυμάσιος, θαυμαστός):
- αξιοθέατο [aksioθéato] το, usu pl αξιοθέατα τα,
- place worth seeing, sight-seeing attraction, sight, (in pl) the sights:
- τα αξιοθέατα του νησιού, της πόλεως, της χώρας, του Mυστρά |
- βλέπω, γυρίζω, δείχνω, επισκέφτομαι τα αξιοθέατα |
- κάνει το ταξίδι να χαρεί ένα από το πλήθος των αξιοθέατων που έχει να επιδείξει η Pουμανία (Ouranis) |
- γραφικό λιμανάκι στις ακτές της πολιτείας, τουριστικό ~ (Decavalles) |
- η πόλη διαφημίζει τα θερμά λουτρά της και τ' αξιοθέατά της (Ouranis)
[fr kath το αξιοθέατον, substantiv. n of αξιοθέατος]
- place worth seeing, sight-seeing attraction, sight, (in pl) the sights: